βιδούρα
Смотреть что такое "βιδούρα" в других словарях:
βεδούρα — και βιδούρα, η 1. ξύλινο δοχείο για γάλα ή γιαούρτι 2. ξύλινο σκεύος για τη μεταφορά φαγητού 3. μέτρο δημητριακών 4. φρ. «άπλυτη βεδούρα» χοντρή ακάθαρτη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βεδούρι] … Dictionary of Greek